κουβάς

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

ο
δοχείο, συνήθως μετάλλινο, για άντληση και μεταφορά ύδατος, κάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kova].