κουλούριασμα

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

{{grml |mltxt=το [[κουλ(λ)ουριάζω
συσπείρωση, σπειροειδές τύλιγμα, μάζεμα, συστροφή. }}