κουπιά

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

(I)
η κουπί
1. κάθε προώθηση του σκάφους με το κουπί
2. χτύπημα με κουπί.
(II)
κουπιά, ἡ (Μ) κούπα
το περιεχόμενο μιας κούπας.