κουριώ

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

κουριῶ, -άω (Α)
1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῦν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν.
β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.)
2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ιάω / -ιῶ που απαντά συν. σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ιλιγγιώ, λεπριώ)].