κουτσομπόλης
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
ο, θηλ. κουτσομπόλα
αυτός που συζητά και επικρίνει ή διαδίδει, συνήθως κακόβουλα, υποθέσεις τρίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. παρ. του ρ. κουτσομπολιάζω].