κοφινίδιν

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

κοφινίδιν, τὸ (Μ)
μικρό κοφίνι, καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοφίνι + υποκορ. κατάλ. -ίδ-ιν].