ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
-ή, -ό
1. συνδεδεμένος με κοχλία, βιδωτός
2. αυτός που έχει σχήμα κοχλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κατάλ. -ωτός (πρβλ. θολωτός, ορκωτός)].