ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
-α, -ικοκουτσοπόδης, κουτσός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -πόδης (< πόδι), πρβλ. μακροπόδης, στραβοπόδης].