κοψοχέρης
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
-α, -ικο
αυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χέρης (< χέρι), πρβλ. σφιχτοχέρης, χρυσοχέρης, ή υποχωρητ. < κοψοχερίζω].