κοψοχείλης
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοψοχείλα
αυτός που έχει κομμένο το χείλος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χείλης (< χείλος), πρβλ. σφιχτοχείλης, χοντροχείλης].
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
ο, θηλ. κοψοχείλα
αυτός που έχει κομμένο το χείλος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χείλης (< χείλος), πρβλ. σφιχτοχείλης, χοντροχείλης].