κούντρος

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ο
ναυτ. κατηγορία ιστίων πλοίου (α. «μεγάλος κούντρος» — σίπαρος
β. «πλωριός κούντρος» — σιπάριο).