κούτελο

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

το (Μ κούτελο και κούτελον)
μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κουτέλλι (διαλεκτ. τ.) < κότυλον / κοτύλη «είδος δοχείου». Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η συχνή μεταφορά σημ. από «είδος δοχείου» σε «τμήμα κεφαλιού» (πρβλ. και κουτρούβιν)].