κραβακτήριος
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
v. sub κράββατος.
Greek Monolingual
κραβακτήριος, -ία, -ον (Μ)
αυτός που ανήκει στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράβακτος ή < κράβακτον].