κραβακτήριος

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραβακτήριος Medium diacritics: κραβακτήριος Low diacritics: κραβακτήριος Capitals: ΚΡΑΒΑΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: krabaktḗrios Transliteration B: krabaktērios Transliteration C: kravaktirios Beta Code: krabakth/rios

English (LSJ)

v. sub κράββατος.

Greek Monolingual

κραβακτήριος, -ία, -ον (Μ)
αυτός που ανήκει στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράβακτος ή < κράβακτον].