κρανιοθρυψία

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

η
ιατρ. σύνθλιψη της κεφαλής νεκρού εμβρύου για εξαγωγή του από τη μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioclasie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -clasie (< κλάσις < κλώ «σπάζω»). Το β' συνθετικό αποδόθηκε στην ελλ. με το -θρυψία (< -θρυπτος < θρύπτω)].