ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
και κρασοπούλης, ο (Μ κρασοποῦλος)αυτός που πουλάει κρασί, οινοπώλης, ταβερνιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασοπώλης, με κώφωση του -ω-].