ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
κρεισσῶ, -όω (AM) κρείσσων1. κρεισσονεύω2. κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, δίνω υπεροχή.