κρεοτομώ

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

κρεοτομῶ, -έω (Μ)
κόβω το κρέας σε κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμοτομώ, υλοτομώ].