κριθαρήσιος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
-α, -ο
κριθαρένιος, κρίθινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθάρι + κατάλ. -ήσιος, (πρβλ. βουνήσιος, καμπήσιος)].