κρινέλαιον
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
German (Pape)
[Seite 1509] τό, Lilienöl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐνέλαιον: τό, ἔλαιον ἐκ κρίνων, Ὀρνεοσόφ. σ. 520.
Greek Monolingual
κρινέλαιον, τὸ (Μ)
έλαιο που εξάγεται από κρίνα.