κρινώνας

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

ο
τόπος κατάφυτος με κρίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνο + περιληπτ. κατάλ. -ώνας (πρβλ. αμπελώνας, ελαιώνας)].