γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
inf. ao. de κραίνω;pl. de κρήνη.
κρῆναι: Ιων. αντί κρᾶναι, απαρ. αορ. αʹ του κραίνω.
κρῆναι: эп. inf. aor. 1 к κραίνω.
κρῆναι inf. aor. van κραίνω.