τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
Full diacritics: κτισμός | Medium diacritics: κτισμός | Low diacritics: κτισμός | Capitals: ΚΤΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: ktismós | Transliteration B: ktismos | Transliteration C: ktismos | Beta Code: ktismo/s |
ὁ, foundation, πόλεως IGRom.4.914 (Cibyra).
κτισμός, ὁ (Α) κτίζω
επιγρ. θεμελίωση, ίδρυση, κτίση.