κυάμιστος

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

German (Pape)

[Seite 1521] = κυαμευτός, ἄρχων, Plut. gen. Socr. 31, wo der Accent falsch scheint.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. κυαμευτός.

Russian (Dvoretsky)

κυάμιστος: Plut. = κυαμευτός.