κυβόλεξο

Greek Monolingual

το
παιχνίδι κατά το οποίο τοποθετούνται γράμματα του αλφαβήτου αρχικών λέξεων σε επιφάνεια πλευράς κύβου ούτως ώστε να αποτελέσουν άλλες λέξεις μετά την ταξιθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + -λεξο (< λέξη), πρβλ. σταυρό-λεξο. Ο τ. πιθ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. mots-carres. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Διάπλασις τών παίδων].