κυμοτόκος

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμοτόκος Medium diacritics: κυμοτόκος Low diacritics: κυμοτόκος Capitals: ΚΥΜΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: kymotókos Transliteration B: kymotokos Transliteration C: kymotokos Beta Code: kumoto/kos

English (LSJ)

κυμοτόκον, of child-birth, ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις IG9(2).638 (Larissa).

Greek (Liddell-Scott)

κῡμοτόκος: -ον, ἐπὶ τοκετοῦ, ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις Ἐπιτύμβ. Βοιωτ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 505.

Greek Monolingual

κυμοτόκος και κυοτόκος -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στον τοκετό («ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις», επιγρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ονειροτόκος, υγροτόκος.