κυπαρίττινος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. κυπαρίσσινος.

Greek Monolingual

κυπαρίττινος, -ίνη, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κυπαρίσσινος.

German (Pape)

att. = κυπαρίσσινος.