κυπαρίττινος
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
French (Bailly abrégé)
att. c. κυπαρίσσινος.
Greek Monolingual
κυπαρίττινος, -ίνη, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κυπαρίσσινος.
German (Pape)
att. = κυπαρίσσινος.