κυπαρίττινος

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430

French (Bailly abrégé)

att. c. κυπαρίσσινος.

Greek Monolingual

κυπαρίττινος, -ίνη, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κυπαρίσσινος.

German (Pape)

att. = κυπαρίσσινος.