κωδωνοκρούστης

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει ως έργο του να χτυπά τις καμπάνες της εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. οργανοκρούστης, τυμπανοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].