κωλυσιεργώ
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Greek Monolingual
(Α κωλυσιεργῶ, -έω) κωλυσιεργός
νεοελλ.
1. παρεμβάλλω εμπόδια στην εξέλιξη τών εργασιών συνελεύσεως, βουλής ή άλλου σώματος
2. παρακωλύω τη συντέλεση ενός έργου
αρχ.
εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι.