κόρσης
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
κόρσου, ὁ, nickname of the first man who shaved his beard at Athens, Chrysipp.Stoic.3.198.
German (Pape)
[Seite 1487] ὁ, der sich die Haare abschneidet, den Bart sich scheeren läßt, Chrysipp. bei Ath. XIII, 565 a.
Greek (Liddell-Scott)
κόρσης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τὴν κόμην βραχεῖαν, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α.
Greek Monolingual
κόρσης, ὁ (Α)
ως κύριο όν. ὁ Κόρσης παρωνύμιο του πρώτου άνδρα που ξύρισε τα γένια του στην Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορσῶ «κουρεύω» υποχωρητικά].