ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
[Seite 1493] τό, = Folgdm, Schol. Plat. Phaedr.
κότινον, τὸ (Α)ο κότινος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κότινος, ὁ, με αλλαγή γένους].