κύηση

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source

Greek Monolingual

η (AM κύησις) κυώ
η διεργασία που συντελείται και ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ σύλληψης και τοκετού στα θηλαστικά, όταν το έμβρυο αναπτύσσεται μέσα στη μήτρα, κυοφορία, εγκυμοσύνη («τὸ τῆς κυήσεως καὶ γεννήσεως καὶ τροφῆς μίμημα συνείπετο τοῖς πᾶσιν ὑπ' ἀνάγκης», Πλάτ.)
αρχ.
το βλάστημα.