λάμπος

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

το
λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ρ. λάμπω, που δηλώνει αφηρημένη έννοια (πρβλ. λανθάνω: λάθος, σκοτίζω: σκότος)].