λέπρη

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

French (Bailly abrégé)

ion. c. λέπρα.

Russian (Dvoretsky)

λέπρη: ἡ ион. = λέπρα.