λίστα
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
Greek Monolingual
η
1. κατάλογος ονομάτων ή πραγμάτων
2. κατάλογος φαγητών
3. τιμοκατάλογος
4. φρ. α) «μαύρη λίστα» — μαύρος πίνακας, κατάλογος προγραφών
β) «τον έχει γράψει στη μαύρη λίστα» — έχει σχηματίσει γι' αυτόν πολύ κακή αντίληψη, δεν έχει γι' αυτόν καμιά υπόληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lista «σειρά, γραμμή»].