ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
λαβροφαγῶ, -έω (Α)τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. ἔφαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. καρποφαγώ, ξηροφαγώ].