λαγοφθαλμία
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
Greek Monolingual
και λαγωφθαλμία η
ιατρ. αδυναμία πλήρους κάλυψης του βολβού του οφθαλμού από τα βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagophtalmus < νεολατ. lagophtalmus < λαγόφθαλμος].