λαγοφθαλμία

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

και λαγωφθαλμία η
ιατρ. αδυναμία πλήρους κάλυψης του βολβού του οφθαλμού από τα βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagophtalmus < νεολατ. lagophtalmus < λαγόφθαλμος].