λαγωοβόλον
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
English (LSJ)
τό, v. λαγωβόλον.
German (Pape)
[Seite 5] τό, poet. = λαγωβόλον, w. m. s.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγωοβόλον: τό Anth. = λαγωβόλον.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγωοβόλον: τό, ἴδε ἐν λέξ. λαγωβόλον.
Greek Monolingual
λαγωοβόλον, τὸ (Α)
βλ. λαγωβόλος.
Greek Monotonic
λᾰγωοβόλον: τό, = λαγωβόλον, σε Ανθ.
Middle Liddell
λᾰγωο-βόλον, ου, τό, = λαγωβόλον, Anth.]