λαδοκούμαρο
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Greek Monolingual
το
1. κουμάρι του λαδιού, πήλινο ελαιοδοχείο μικρής χωρητικότητας
2. μτφ. πονηρός και συκοφάντης άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + κουμάρι «πήλινο δοχείο»].