λαιαί
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
αἱ, stones, used as weights to keep the threads of the warp straight in the upright loom (cf. ἀγνύς), Arist.GA717a35, 787b26; or to move automata, in sg., Hero Aut.2.8, al.: nom. sg. λέα EM 558.57, λεία Hero l.c., Spir.2.27: nom. pl. λεῖαι Gal.4.564, al., Poll. 7.36: acc. pl. λεάς Hsch., λαιάς Arist.ll.cc.
Greek (Liddell-Scott)
λαιαί: -αἱ, λίθοι χρησιμεύοντες ὅπως διὰ τοῦ βάρους αὑτῶν τηρῶσι τοὺς μίτους τῶν στημόνων εὐθεῖς ἐν τῷ ὀρθίῳ ἱστῷ (πρβλ. ἄγνυθες), Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 4, 6., 5. 7, 18· παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν πληθ. αἰτ. λεάς, ἑνικ. ὀνομαστ. λέα ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ., ὀνομ. πληθ. λεῖα (λεῖαι;) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 36.
Frisk Etymological English
Meaning: stones of the weaver
See also: s. λᾶας.
Frisk Etymology German
λαιαί: {laiaí}
Grammar: f. pl.
Meaning: Webersteine
See also: s. λᾶας.
Page 2,71