λακερολογία

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

German (Pape)

[Seite 8] ἡ, Geschwätzigkeit, bes. Schmähsucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκερολογία: ἀδολεσχία, πολυλογία, Παράφρ. Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 48.

Greek Monolingual

λακερολογία, ἡ (Μ) λακερός
πολυλογία, φλυαρία.