οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
λακπατῶ, -έω (Α)ποδοπατώ, τσαλαπατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ- του λάξ «με το πόδι» + πατῶ].