λακπατώ

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

λακπατῶ, -έω (Α)
ποδοπατώ, τσαλαπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ- του λάξ «με το πόδι» + πατῶ].