λαλαγώ

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source

Greek Monolingual

λαλαγῶ, -έω (Α)
1. φλυαρώ
2. (για πτηνά) τερετίζω
3. μτγν. ηχώ, αντηχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστική παρέκταση -γ- (πρβλ. οιμώζω: οιμωγή)].