λαμπάδαρχος
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
v. λαμπαδάρχης.
German (Pape)
[Seite 11] ὁ, od. λαμπαδάρχης, der Aufseher über den Fackellauf (s. λαμπάς) in Athen, eine Liturgie, Inscr.
Greek Monolingual
λαμπάδαρχος, ὁ (Α)
βλ. λαμπαδάρχης.