λαμπρόζωνος
From LSJ
English (LSJ)
ον, with bright zone, Hsch. s.v. ἁβρομίτρας.
German (Pape)
[Seite 12] mit glänzendem Gürtel, Hesych. v. Ἁβρομίτρας.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρόζωνος: -ον, ἔχων λαμπρὰν ζώνην, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λαμπρόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρή ζώνη.