λαμπρόσκολα

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source

Greek Monolingual

και λαμπρόσχολα, τά
οι ημέρες αργίας του Πάσχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λαμπρή + σχόλη].