λανσιέδες

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

οι
είδος χορού που χορεύεται από τέσσερα ζευγάρια τα οποία σχηματίζουν τετράγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lanciers «λογχοφόροι»].