λαρυγγοτομώ

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source

Greek Monolingual

λαρυγγοτομῶ, -έω (Α)
κόβω τον λάρυγγα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, -υγγος + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω)].