τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
λαρυγγοτομῶ, -έω (Α)κόβω τον λάρυγγα κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, -υγγος + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω)].