λείστριον

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λείστριον Medium diacritics: λείστριον Low diacritics: λείστριον Capitals: ΛΕΙΣΤΡΙΟΝ
Transliteration A: leístrion Transliteration B: leistrion Transliteration C: leistrion Beta Code: lei/strion

English (LSJ)

τό, = λίστριον, tool for smoothing stone, IG7.3073.119, al. (Lebadea).

Greek Monolingual

λείστριον και λίστριον, τὸ (Α)
εργαλείο για τη λείανση μαρμάρινων πλακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος, κατά τα θερ-ίστριον, καπ-ίστριον].