λειπτέον

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειπτέον Medium diacritics: λειπτέον Low diacritics: λειπτέον Capitals: ΛΕΙΠΤΕΟΝ
Transliteration A: leiptéon Transliteration B: leipteon Transliteration C: leipteon Beta Code: leipte/on

English (LSJ)

one must leave, abandon, E.HF1385, Pl.Cri.51b, etc.

Russian (Dvoretsky)

λειπτέον: adj. verb. к λείπω.

Greek (Liddell-Scott)

λειπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λείπω, δεῖ λείπειν, Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1385, Πλάτ. Κρίτ. 51 Β, κτλ.

Greek Monotonic

λειπτέον: ρημ. επίθ. του λείπω, πρέπει να αφήσουμε, να εγκαταλείψουμε, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.